Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικου. Τα δηλωμέα πάθη της ήταν τρία, τραγούδι μπαρμπούτι και ΑΕΚΑΡΑ!!!



Σκαρφαλωμένη στα απότομα βουνά του φλεγόμενου ρεμπέτικου στεναγμού που τυλίγεται στο κουβάρι του ανθρώπινου πόνου, η ανυπότακτη ψυχή της Σωτηρίας Μπέλλου μας καθήλωσε για παραπάνω από 50 χρόνια συνοδευόμενη από την ανόθευτη φωνή της και το απίστευτο τσαγανό της. Το περίσσιο ταλέντο της και το αλάνθαστο ένστικτό της για τη μοιραία λύση στο γρίφο της ζωής της δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν στους τοίχους του σπιτιού της, ούτε καν στο τόπο γέννησής της. Η ανάγκη επιβίωσης και ο διακαής της πόθος για μια ελεύθερη και αυτόνομη πορεία την οδήγησαν σε μια πρωτόγονη επιθετικότητα, η οποία εξευμενιζόταν μόνο μέσα στις μερακλίδικες και ταυτόχρονα αγγελικές ερμηνείες της. Ο Διονύσης Σαββόπουλος  είχε πει για εκείνη: «Αυτός ο ανάποδος άνθρωπος, όταν τραγουδούσε ήταν μια αγία. Η σύγκρουση με όλα την οδήγησε στο θεϊικό της τραγούδι.».
Μια ατίθαση καρδιά
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1921 στα Χάλια της Χαλκίδας. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια, όπου δεν της έλειψαν τα βασικά αγαθά με μια μητέρα δυναμική και σκληρή ένεκα αρβανίτικης καταγωγής και έναν πατέρα κάπως πιο ήπιο και τρυφερό. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια αλλά πολύ ζωηρή. Από παιδί φάνηκε ο καμωμένος από μπαρούτι χαρακτήρας της, καθώς δεν δίσταζε να δείρει όποιον τη πείραζε. Ο παππούς της ήταν ο παπά-Σωτήρης, ο οποίος της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Εκείνος την έπαιρνε κοντά του κάθε Κυριακή, για να τον βοηθάει στη Θεία Λειτουργία κι εκείνη άκουγε σαν υπνωτισμένη τους ήχους από τις ψαλμωδίες.
Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικουΗ έφεσή της στη μουσική είχε αρχίσει να φαίνεται. Οι χορδές που σπάγανε πάνω στην κορύφωση από τις μουσικές μαργιολιές των δεξιοτεχνών γινόντουσαν στα χέρια της Μπέλλου το υλικό, για να φτιάξει το δικό της όργανο. Ως παιδί θαύμαζε πολύ τη Σοφία Βέμπο. Με αφορμή την πρώτη της ταινία με τίτλο «Προσφυγούλα», την οποία είδε η Μπέλλου, στέκεται με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και παριστάνει την τραγουδίστρια. Κάθε φορά που η μάνα της την έπαιρνε χαμπάρι, αυστηρή καθώς ήταν, την έδερνε. Εκείνη με αναπάντεχη τόλμη, μετά το ξύλο, επέμενε να ονειρεύεται κατά πως της υπαγόρευε ο χτύπος της καρδιάς της. Το πρώτο τραγούδι που παίζει είναι το «Δυο μαύρα μάτια» και εκείνη είναι μόλις 13 ετών.
Στα 17 της χρόνια, την παντρεύουν με κάποιο νεαρό, από τον οποίο όμως χωρίζει σύντομα, μιας και ανακαλύπτει πως την απατά. Λίγο πριν χωρίσουν είχε μείνει έγκυος, αλλά απέβαλε μετά από κάποιο χτύπημα που δέχτηκε από τον άντρα της. Αντιδραστική και ζόρικη όπως ήταν, μαθαίνοντας την απιστία του, λειτουργεί ακραία και πάνω στο θυμό της, του ρίχνει βιτριόλι στο πρόσωπο, προκαλώντας του σοβαρά εγκαύματα. Η πράξη της αυτή την οδηγεί στον εγκλεισμό της στη φυλακή για 3 μήνες. Όταν επιστρέφει στο τόπο της, είναι ανεπιθύμητη. Παρασυρόμενη από το πείσμα και της νεανική της ορμή διαλέγει τη φυγή, λέγοντας: «Εγώ θα γίνω μεγάλη και τρανή». Ο δρόμος τη βγάζει πια στην Αθήνα.
Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικουΠεριπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί
Το 1940, την επόμενη ημέρα από την έφοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, η Μπέλλου μπαίνει σ’ ένα τρένο και φεύγει για την Αθήνα. Από την ευμάρεια του σπιτιού της πέφτει στην ανάγκη επιβίωσης μέσα από άθλιες συνθήκες φτώχειας και πείνας. Αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές, όπως αχθοφόρος στους σταθμούς των τρένων, υπηρέτρια και πολλά ακόμα. Με ισχυρή αριστερή συνείδηση οργανώνεται στο ΕΑΜ, συμμετέχοντας μάλιστα στα Δεκεμβριανά, όπου ξυλοκοπείται άγρια και μπαίνει για μια ακόμη φορά στη φυλακή. Η μάνα της έχοντας μεγάλη ανησυχία για το αν ζει, έρχεται στην Αθήνα, όπου τη συναντά στην πλατεία Ομονοίας να πουλά παστέλια. Η Μπέλλου τη βλέπει από μακρυά, δεν της μιλά και από εγωισμό γυρίζει πίσω και χάνεται σε κάποιο στενό. Στέκεται σε μια γωνιά και ξεσπά σε κλάμματα.
Δειλά δειλά ξεκινά να τραγουδά σε ταβέρνες, ώσπου κάποια στιγμή συναντά το μοιραίο άνθρωπο στη ζωή της, που δεν είναι άλλος από το Βασίλη Τσιτσάνη. Η συνεργασία τους της χαρίζει ανεπανάληπτα τραγούδια ενώ ο Τσιτσάνης ανακαλύπτει την ερμηνευτική δεινότητα μιας μεγάλης φωνής που αναδεικνύει υπέροχα τις δημιουργίες του. Συνεργάζεται και με άλλους μεγάλους δημιουργούς όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Καλδάρας και άλλοι. Αν και γυναίκα υψώνει το ανάστημά της και κερδίζει επάξια μια θέση στο λαϊκό πάλκο, σε μια εποχή όπου το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ανδροκρατούμενο. Κάποιοι δυσαρεστούνται μ’ αυτό, γεγονός το οποίο την κάνει να αναπτύξει ακόμα περισσότερο την επιθετικότητά της, στην προσπάθειά της να αμυνθεί.
Είναι σωστό αντράκι και δεν καταδέχεται να κάνει εκπτώσεις σε όσα πιστεύει, με οποιοδήποτε τίμημα. Περιβόητη είναι η άρνησή της να τραγουδήσει μια συγκεκριμένη παραγγελιά από τους λεγόμενους χίτες (οργάνωση με εθνικιστικό και φιλοβασιλικό περιεχόμενο) την περίοδο που τραγουδούσε μαζί με τον Τσιτσάνη και άλλους στου «Τζίμη του Χοντρού», γεγονός που οδήγησε στον ξυλοδαρμό της από αυτούς. Αξιοπρόσεκτο ήταν, ότι δεν σηκώθηκε ούτε ένας από τους συναδέλφους της να την υπερασπιστεί, κάτι το οποίο το κουβαλούσε πάντα σαν μια πίκρα. Η ρήξη με τον Τσιτσάνη ήταν σφοδρή και τότε βρήκε καταφύγιο στο Μάρκο Βαμβακάρη, ο οποίος την αγαπούσε και τη θαύμαζε πολύ. Εκείνος την αγκάλιασε σαν να ‘ταν μικρό παιδί. Λίγο αργότερα, ξανασυνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη, με τον οποίο όμως πάλι συγκρούστηκαν εξαιτίας της σχέσης του με τη Μαρίκα Νίνου. Εκείνη απαίτησε την αποχώρηση της Μπέλλου και ύστερα από σκληρό καβγά και ξύλο των δύο γυναικών, για τη δεύτερη ξεκινά μια ακόμα δύσκολη περίοδος γεμάτη από πολλή μοναξιά.
Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικου
Ψάχνοντας μια διέξοδο, γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή...
Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 βρίσκουν την Μπέλλου σε μια κάμψη της καριέρας της, η οποία διαρκεί για τρία περίπου χρόνια. Βρίσκεται στο περιθώριο και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τα πάθη της, τα οποία την κυριεύουν. Περνά μέσα από το φρικτό τούνελ του αλκοολισμού και της αγιάτρευτης μανίας της για το τζόγο. Πάσχει από μανιοκατάθλιψη και νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική, από την οποία, όμως δραπετεύει. Καταλήγει να πουλά τσιγάρα. Η γνωριμία με τον Κώστα Καζάκο αποτελεί το συνδετικό κρίκο για τη συνάντηση με τον Αλέκο Πατσιφά (διευθυντής της Λύρας) και τη σταδιακή επάνοδό της. Από το 1963 και έπειτα, συνεργάζεται και πάλι με τον Τσιτσάνη παίζοντας στο Χάραμα για 10 ολόκληρα χρόνια, χαρίζοντας στο αθηναϊκό κοινό απερίγραπτες βραδιές. Τα επόμενα χρόνια δοκιμάζεται σε πιο έντεχνα κομμάτια, σημειώνοντας εξίσου μεγάλες επιτυχίες. Συνεργάζεται με τους Μούτση, Σαββόπουλο, Τριπολίτη και άλλους.
Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικουΔημιουργώντας μεγάλες συμπάθειες αλλά και μεγάλες αντιπάθειες ήταν πάντα η παρεξηγημένη προσωπικότητα που μπορούσε να διχάσει, προκαλώντας με τη συμπεριφορά της σε άλλους ειρωνικό χαμόγελο και σε άλλους οργή. Είναι ο θηλυκός σατράπης (τραγούδι που έγραψε για εκείνη ο Παπαϊώαννου που την αγαπούσε πολύ) που έκατσε σ’ ένα βράχο φαγωμένο μια συννεφιασμένη Κυριακή και τραγούδησε «τα καβουράκια». Σαν απόκληρος γύριζεόλη της τη ζωή και δεν έλεγε κουβέντακρατούσε κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα της βασανισμένης της ψυχής. Τα βράδια τα έπινε στις ταβέρνες και όλο παράπονα έκανε για τους ατέλειωτους χειμώνες και εκείνα τα μικρά καλοκαίρια που σαν αστραπή φεύγουν μπρος από τα μάτια μας. Και όταν ο καημός της πύρωνε σαν τη φωτιά, φώναζε στον μάγκα της να της ανοίξει την πόρτα την κλειστή, να μην την τυραννάει πια, παρακαλώντας τον με έναν αρχοντικό, ζεϊμπέκικο χορό να μην της ξαναφύγει πια.
Υπήρξε μια αυθεντική και παθιασμένη ανθρώπινη φιγούρα που λειτούργησε επαναστατικά ρίχνοντας μετωπικές κουτουλιές στον καθωσπρεπισμό μιας σκουριασμένης νοοτροπίας για τη θέση της γυναίκας στη κοινωνία. Είχε το στοιχείο της υπερβολής βαθιά στη ψυχοσύνθεσή της, όμως αυτό ήταν απόρροια μιας περιρρέουσας καταπιεσμένης συμπεριφοράς και σκέψης χωμένης μέσα στην ναφθαλίνη. Διαφωνούσε πάντα έντονα και ήταν σε μόνιμη θέση «μάχης.» Έβριζε πολύ, όμως η ίδια έλεγε πως αυτό το κάνει μόνο για τους ανθρώπους που αγαπάει πραγματικά. Ο Στέλιος Βαμβακάρης είχε πει για εκείνη: «Ήταν μια όμορφη γυναίκα και είχε τύπο φανταστικό σαν άνθρωπος. Είχε μια μεγάλη προσωπικότητα που τη σεβόντουσαν μέχρι και οι πέτρες. Τη διέκρινες για τη φωνή της και την αγάπη της για τη δουλειά που έκανε.».
Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικουΟι πόθοι της σε υπόγεια διαδρομή
Κουβαλούσε ένα παράξενο κράμα μιας μεγάλης γενναιοδωρίας που ξεδιπλωνόταν, όταν ένιωθε τον πόνο του άλλου και μιας παρόρμησης ανεπανάληπτης, άρρηκτα δεμένης με την παρούσα απουσία του φόβου από τη ψυχή της. Τη διακατείχε ένα ιδιαίτερο χιούμορ κι όσα για τους άλλους έμοιαζαν παράξενα, για εκείνη ήταν φυσικά. Τα πιο απλά πράγματα μπορούσαν να την πλημμυρίσουν χαρά και τότε τα μάτια της πίσω από εκείνα τα μεγάλα, χαρακτηριστικά γυαλιά της λαμπύριζαν σαν ένα ζευγάρι διαμάντια. Το ένστικτό της την καθοδηγούσε σε κάθε της βήμα. Αυτό σηματοδοτούσε την αρχή ή το τέλος μιας φιλίας. Ο Γιάννης Τσαρούχης την λάτρευε και δεν της χαλούσε χατήρι. Έτσι έγινε εκείνο το βράδυ του 1988, σε κάποιο κέντρο που τραγουδούσε η αγαπημένη του κι εκείνη τον «ξεσήκωσε» και χόρεψαν μαζί σε μια μέθεξη μαγική. Εκείνος έλεγε: «Αγαπώ την Κάλλας και τη Μπέλλου και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται να καταλάβουν τί μου συμβαίνει.».
Περνώντας δια πυρός και σιδήρου η Μπέλλου γεννήθηκε σε μια παράταιρη από την ιδιοσυγκρασία της εποχή, αγωνιζόμενη για την ανεξαρτησία της με πολλά σωστά και άλλα τόσα στραβά, φέρνοντας διαρκώς τα πάνω-κάτω στη ζωή της. Βοηθούσε πολύ τους ανθρώπους που ένιωθε πως είχαν ανάγκη, κάτι το οποίο δεν το διατυμπάνιζε ποτέ, σαν μια κρυφή συνωμοσία του καλού. Το 1993 της διαγνώστηκε καρκίνος στο φάρυγγα. Σύντομα έχασε το θείο δώρο της φωνής της. Ταλαιπωρήθηκε για 4 περίπου χρόνια και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Η τελευταία περίοδος της ζωής της ήταν γεμάτη από απομόνωση και απελπισία, τις οποίες έσπαγε το «σκασιαρχείο» που έκανε, όταν πήγαινε να παίξει ζάρια, για να βρει παρηγοριά. 
Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικουΗ Μπέλλου άφησε την τελευταία της πνόη στις 27 Αυγούστου 1997. Η δημοσιογράφος Ρηνιώ Παπανικόλαείχε πει: «Κι αν το ρεμπέτικο πήρε πολλούς δρόμους, εσύ, Σωτηρία, βγάζεις στο μονοπάτι το σωστό.». Πήρε ένα πονεμένο και κακότραχαλο μονοπάτι μέχρι το τέλος, απόλυτα συνυφασμένο με όλη την ουσία του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο εκπροσώπησε. Τώρα στη γειτονιά των αγγέλων θα τραγουδά κάποιο μινόρε της αυγής και θα μας κοιτάζει γεμάτη παράπονο και ένα παιδικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Τούτες οι ατόφιες φυσιογνωμίες και τούτα τα τραγούδια μας είναι απαραίτητα τώρα περισσότερο από ποτέ, για να ανασηκωθούμε, να ψηλώσουμε δυο πόντους και επιτέλους να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά...


Δημοσίευση Εικόνας
           
Στα 26 της επιτέλους είχε αρχίσει να βρίσκει το δρόμο της. Μετά από πολλές φουρτούνες έμοιαζε να έχει βρει λιμάνι. Οι φυλακές, το κυνηγητό, η ανέχεια, η οικογενειακή κατακραυγή είχαν αρχίσει να φαντάζουν μακρυνό παρελθόν. Ο Τσιτσάνης την είχε ξεχωρίσει. Ήταν και φίλοι πλέον. Στην ταβέρνα του Τζίμη του Χονδρού στην Αχαρνών είχε πλέον την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το παιδικό της όνειρο. Να ακολουθήσει τα βήματα της Σοφίας Βέμπο.
Οι λογαριασμοί του παρελθόντος, όμως ήταν ακόμη ανοιχτοί. Και την περίμεναν στη γωνία. Θα εκτροχιαζόταν πάλι...
Ηταν Δεκέμβριος του 1948. Ο Εμφύλιος σε εξέλιξη, αυτή στο πάλκο με τον Τσιτσάνη. Το παρέλθον της στην Αντίσταση γνωστό και τη συμμετοχή της στα Δεκεμβριανά το 44 κάποιοι δεν την ξεχνούσαν.Μια παρέα από Χίτες μπαίνει μέσα. Ένας από αυτούς την πλησιάζει και της ζητάει να τραγουδήσει "Του Αητού ο γιος". Αρνείται...
-Πες του αητού το γιο, γιατί θα σε καθαρίσω Βουλγάρα!!! ουρλιάζει.
Αρνείται και φεύγει για την κουζίνα.Οι Χίτες την ακολουθούν.Την κυκλώνουν και την τσακίζουν στο ξύλο.
Μεγάλη πίκρα θα της μείνει. Από τους άνδρες του μαγαζιού κανείς δεν αντέδρασε. Κανείς δεν την προστάτεψε. Ούτε ο Τσιτσάνης. Έξι Χίτες την χτυπούσαν αλύπητα και δεν κινήθηκε κανείς. Την πίκρα της αυτή την ανέφερε σε όλη της τη ζωή.Τον Τσιτσάνη δεν τον συγχώρεσε και συνεργάστηκαν ξανά μόνο μετά από 25 χρόνια. Έφυγε από τον Τζίμη τον Χοντρό και πήγε μαζί με τον Βαμβακάρη σε μια ταβέρνα στην Πατησίων, τον "Παναγάκη".

Είχε γεννηθεί το 1921, στη Δροσιά, ένα χωριό κοντά στην Χαλκίδα. Σωτηρία Μπέλλου. Κόρη εύπορου καταστηματάρχη της Χαλκίδας. Πήρε το όνομα του αγαπημένου της παππού, του ιερέα Σωτήρη Παπασωτηρίου. Παπάς στο Σχηματάρι και με μεγάλη αδυναμία στην εγγονή του. Την έπαιρνε μαζί του στην εκκλησία. Έρχεται σε επαφή με τους ψαλμούς, που από μικρή θα την συγκινήσουν. «Με μάγευαν από παιδί εκείνοι οι ήχοι. Οι φωνές των ψαλτάδων ακουμπούσαν την ψυχή μου… Οταν θα μεγάλωνα λίγο, σκεφτόμουν, θα μπορούσα κι εγώ να ψέλνω».
Μια μέρα ζητάει από τον πατέρα της να την πάει στον κινηματογράφο. Έπαιζε την "Προσφυγοπούλα", με την Σοφία Βέμπο. Έγινε το χατήρι της. Στο σπίτι, μπροστά στον καθρέφτη έκανε τα σκέρτσα και τις κινήσεις της Βέμπο. Αποκτάει την πρώτη της κιθάρα. "Θα γίνω τραγουδίστρια! ". Παρά τις συστάσεις της μάνας της, της αρβανίτισας Ελένης Μπέλλου που δεν ήθελε να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια, εκείνη συνέχιζε. Ώσπου έφαγε το ξύλο της χρονιάς της. Αλλά και η Σωτηρία, αγύριστο, αρβανίτικο κεφάλι.
Γνωρίζεται στα 17 της με έναν ελεγκτή των ΚΤΕΛ στη Χαλκίδα. Την φλέρταρε συνέχεια, όταν την πετύχαινε στο μαγαζί του πατέρα της. Οι γονείς της την προειδοποιούν για το επικίνδυνο της γνωριμίας. Έκεινη το χαβά της. Θα τον παντρευτεί και θα ζήσουν μαζί έξι μήνες. Αυτός άστατος και σατράπης. Φωνές, καβγάδες, ξύλο. Η Σωτηρία όμως από τότε δε σήκωνε νταηλίκια και φοβέρες. Σε ένα μεγάλο καβγά πάνω θα του πετάξει βιτριόλι. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται. Τρεις μήνες υπόδικη στη Χαλκίδα και ένα μήνα στις φυλακές Αβέρωφ. Η ποινή μειώνεται στο Εφετείο σε έξι μήνες. Βγαίνει και επιστρέφει στη Χαλκίδα. Ξανά γκρίνια και ξύλο. Γονείς και αδέρφια χτυπούσαν την "χωρισμένη", την "βιτριολίστρια", την "φυλακισμένη" . Είχε ντροπιάσει την οικογένεια. Η ζωή της πλέον πραγματικό μαρτύριο. Δεν πήγαινε άλλο.

Ήταν πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν πήρε το τραίνο από τη Χαλκίδα για να κατέβει πια μόνιμα στην Αθήνα. Η Χαλκίδα δε τη χωρούσε άλλο. Στα ίδια βαγόνια με τους φαντάρους. Δουλεύει σαν υπηρέτρια. Το πλουσιοκόριτσο από τη Χαλκίδα δίνει τη μάχη της επιβίωσης. Κάνει μικρεμπόριο. Πουλάει τσιγάρα, πασατέμπο. Κάνει τη λαντζιέρα σε εστιατόριο.
Κατοχή. Εντάσσεται στο ΕΑΜ. Συλλαμβάνεται και περνά από την Μέρλιν για τα περαιτέρω... Το Δεκέμβριο του 1944 θα βρέθει στις μάχες της Αθήνας. «Ελαβα μέρος σε πολλές μάχες… ήμουν με τους αριστερούς της Χαλκίδας και σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια, οδός Βούλγαρη και Πειραιώς, τραυματίστηκα στο χέρι». Παίρνει μέρος σε μάχες και μετά τη Βάρκιζα. «Δεν φτάνει που μας έδερναν και μας σκότωναν οι Γερμανοί, μετά άρχισαν και οι δικοί μας να μας κυνηγάνε».

Μάιος του 45. Κατεβαίνει την Ιπποκράτους,είχε πάει να συναντήσει κάτι κοπέλες, μακρυνές συγγενείς της.Μπαίνει σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια. Ο ιδικτήτης του μαγαζιού και οι θαμώνες κοιτάζαν επίμονα την όμορφη νεαρή που κάθονταν μονάχη της. Βλέπει μια κιθάρα και ζητάει την άδεια του ιδιοκτήτη να τραγούδησει. Της είπε το ναι. Αρχίζει να παίζει και να τραγουδά ένα παλιό της Βέμπο. "Τι έχεις και όλο κλαις και δε μου το λες". Λέει και δεύτερο. "Αντιλαλούνε οι φυλακές τ' Ανάπλι και ο Γεντι-Κουλές". Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπάει στην ταβέρνα. Στην οποία παρότι θεωρούνταν λαική,σύχναζαν και πολλόι κοσμικοί. Ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης πηγαίνει στην ταβέρνα μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη να ακούσουν τη μικρή. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ήδη γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ενθουσιάζεται. Τον γοητεύει η φωνή της και η δεξιοτεχνία της στην κιθάρα. Τα βάζουν κάτω και συμφωνούν να μπουν στο στούντιο Επιτέλους! Τα είχε καταφέρει.

1947-1952. Στα χρόνια αυτά η Σωτηρία Μπέλλου γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Κάνει 120 ηχογραφήσεις και εμφανίζεται σε πολλά πάλκα. Συνεργάζεται με όλα τα μεγάλα ονόματα. Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Μητσάκης, Παπαιωάννου. Συννεφιασμένη Κυριακή, Σαν απόκληρος γυρίζω, Πέφτεις σε λάθη. Σβήσε το φως να κοιμηθούμε, Κάνε κουράγιο καρδιά μου κ.α. Με τον Τάκη Μπίνη πρωτοτραγουδάει το 52 τα Καβουράκια και το Απόψε κάνεις μπαμ. Εμφανίζεται σε πολλά κέντρα, ιδίως μετά την πίκρα που της άφησε το επεισόδιο με τους αλήτες της Χ.

Η πτώση. Από το 53 και ως το 1965 η καριέρα της γνωρίζει μαγάλη κάμψη. Ηχογραφεί πολύ λίγα τράγουδια και κατεβαίνει από τα πάλκα. Έχει μπλέξει για τα καλά με το τζόγο. Το μπαρμπούτι της γίνεται πάθος. Ό,τι έβγαζε το σκορπούσε σε όσους είχαν ανάγκες και στα ζάρια. «Είχα πάθει μελαγχολία. Λίγο οι ταλαιπωρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου, λίγο το ξενύχτι και η κούραση, λίγο το ποτό και οι στενοχώριες, τα νεύρα μου κλονίστηκαν
Δεν το βάζει κάτω όμως. Παρ'ολο που από τον τζόγο δεν ξεμπέρδεψε ποτέ, ήθελε να επιστρέψει. «Μια μέρα θα ξαναγίνω η Σωτηρία Μπέλλου

Η επιστροφή. Το 1965 η Σωτηρία θα ξανανέβει σε πάλκο. Σε ένα κέντρο στο Περιστέρι, την «Ωραία Νήσο Λήδρα» θα ξαναξεκινήσει. Το 1966 θα κάνει και τη δισκογραφική της επάνοδο στη Lyra. Θα βγάλει το δίσκο «Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου» όπου θα τραγουδήσει κυρίως ξανά κλασικά ρεμπέτικα. Με το δίσκο αυτό θα ξεκινήσει με ολόκληρη σειρά από 12 δίσκους που κυκλοφόρησαν από το 1966 ως το 1980. Σε αυτούς τους δίσκους, που την έκαναν γνωστή στις νεότερες γενιές, η Σωτηρία τραγουδά παλιά ρεμπέτικα τραγούδια αλλά και καινούρια.Παράλληλα, τραγουδά σε μια σειρά κέντρα με επιτυχία. Καταφέρνει να κάνει και κάποιες οικονομίες, να κάνει ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν αφήνει όμως και τις μπαρμπουτιέρες.
Πρωτοπορικές και οι συνεργασίες της με μοντέρνους συνθέτες. Δήμος Μούτσης(Το φράγμα), Διονύσης Σαββόπουλος(Το βαρύ ζειμπέκικο,1975,"Αχ Διονύση με έβαλες και τραγουδάω ποπ",του είπε), Ανδριόπουλος(Λαικά Προάστια).

1980. "Λαικά Προάστια". Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της Μπέλλου στο «έντεχνο», τραγούδια λαϊκά με κοινωνικό στίχο τραγουδισμένα από την αυθεντική φωνή της. «Καισαριανή», «Ακροναυπλία», «Πλατεία Βάθης» είναι μερικά από τα τραγούδια του δίσκου. Ο δίσκος κυκλοφορεί το 1980. Αρχικά η Μοσχολιού προοριζόταν για το δίσκο, η οποία μάλιστα τράγουδησε κάποια το 1979 σε μια συναυλία, πριν την κυκλοφορία του δίσκου. Στην ίδια συναυλία τράγουδησε και η Μπέλλου. Ο συνθέτης Ηλίας Ανδριόπουλος την ακούει και καταλήγει πως εκείνη πρέπει να τα πει. Ο ιδρυτής της Lyra Αλέκος Πατσιφάς έχει αντιρρήσεις. Κρίνει πως η μεγάλη ρεμπέτισσα δεν θα προσαρμοστεί σε "έντεχνα κομμάτια". Τελικά πείθεται. Αρχικά ο δίσκος δεν πάει καλά. Σιγά σιγα όμως γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Ξεπερνάει τις εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Μια σπουδαία τραγουδίστρια ξεδιπλώνει τη μεγάλη φωνή της σε τραγούδια τελείως διαφορετικά από κείνα που την είχε συνηθίσει το κοινό.
1981. "Το Φράγμα"(Δήμος Μούτσης, Κώστας Τριπολίτης). Η Μπέλλου ερμηνεύει την Ντάλικα, το Δε Λες Κουβέντα, το Γράμμα από τη Λεγεώνα των Ξένων και άλλα επτά εκπληκτικά τραγούδια σε ένα δίσκο που άφησε εποχή. Ο Μούτσης σε σημειώμα του αναφέρει:
"Η Σωτηρία Μπέλλου βγήκε από το καμαράκι, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ‘πε: «Ήταν καλά;» «Τέλεια», της απάντησα. Κι αφού πήρε ένα αντίγραφο σε μια κασέτα έφυγα. Πέντε μέρες αργότερα χτυπάει ξαφνικά το κουδούνι του σπιτιού μου στα Ιλίσια _ μέναμε πολύ κοντά. «Ποιος είναι;» «Η Σωτηρία, ρε, άνοιξε». Ανοίγω και μπαίνει μέσα μια Μπέλλου έξαλλη. «Τι μ’ έβαλες, ρε, να πω αυτό το κωλοτράγουδο; Τραγούδι είναι αυτό; ¨ολο «Όχι» είναι. Δε λες κουβέντα, δεν πας πουθενά, δεν κάνεις τίποτα. Τι διάολο, δηλαδή, χάθηκε να λέει κάπου: «Παρ’ όλα αυτά, σ’ αγαπάω». Έστειλα εξώδικο στον Πατσιφά, να μην κυκλοφορήσει. Θα γίνω ρεζίλι». Βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε. Όταν όμως βγήκε το δείγμα και τ’ άκουσε, μου τηλεφώνησε κι ήρθε με κάτι λουλουδάκια σπίτι, μ’ αγκάλιασε συγκινημένη και μου ‘πε: ‘Φχαριστώ, ρε Δήμο, τελικά είμαι τυχερή’."

Στα τελευταία χρόνια της όπου εμφανίζεται γνωρίζει την αποθέωση. Τρέχουν να την ακούσουν από προσωπικότητες του διεθνούς τζετ-σετ μέχρι έλληνες πνευματικοί άνθρωποι. Ο Τσαρούχης συχνά δεν μπορούσε να κρύψει την συγκίνησή του όταν την άκουγε. Ξεχωριστή ιστορία έγραψε μαζί με Τσιτσάνη - Παπαϊωάννου, στην Καισαριανή, στο «Σκοπευτήριο» και στο «Χάραμα», για 10 χρόνια, ενώ με τους δύο τελευταίους εμφανίστηκε για μεγάλα διαστήματα στο «Όνειρο» και στο «Πρόσωπο» της Εθνικής οδού.
Το 1997 η φωνή της θα σβήσει οριστικά. Λίγοι άνθρωποι θα της συμπαρασταθούν εμφανιζόμενοι στο νοσοκομείο. Στη ζωή της έφερε πολλές φορές ασόδυο γνωρίζοντας την έμφυτη σε μερικούς τάση για αγνωμοσύνη και προδοσία. Αλλά στην καριέρα και στην υστεροφημία της, έφερε εξάρες.



Για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»
«Ηταν από τα τραγούδια που είχε γράψει ο Τσιτσάνης στην Κατοχή, τότε που στη χώρα μας όλα ήταν μαύρα. Τότε που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά… Αυτό το τραγούδι το αγαπούσα ιδιαίτερα, γιατί μου θύμιζε όλα όσα είχα περάσει κι εγώ στα δύσκολα εκείνα χρόνια»

Για το λαϊκό τραγούδι
«Λαϊκό τραγούδι είναι το ρεμπέτικο και ρεμπέτης ο λαϊκός τραγουδιστής. Αλλά όταν μιλάμε για λαϊκό εννοούμε το γνήσιο και το αυθεντικό. Είπανε διάφοροι ότι ρεμπέτης ήταν ο δυστυχισμένος, ο αδικημένος, ο κυνηγημένος και άλλα τέτοια. Αν υποθέσουμε ότι έτσι ήταν, ποιος ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος; Ο απλός λαός δεν ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος, από τους πρόσφυγες μέχρι και μετά στα δύσκολα εκείνα χρόνια; Αρα ρεμπέτικο είναι το λαϊκό. Οι ρίζες του είναι βγαλμένες από τον καημό του Ελληνα ο οποίος έχει υποστεί και έχει τραβήξει τόσα πολλά. Το ρεμπέτικο, οι ρίζες του βαστάνε από την ανατολή αλλά από Ελληνες όμως».













ekdosi.com - έκδοση ...

. . . γ ι α έ ξ ( ύ π ν ο υ ς ) ( γ ) λ ύ ( φ ) τ ε ς

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΚΑΙ ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ... ΠΗΓΗ!!! 

ΤΟ ekdosi.com ΔΕΝ ΦΕΡΕΙ ΚΑΜΙΑ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ/ΤΩΝ LINK. ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΑΙ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ.  
http://www.flowmagazine.gr/article/view/swthria_mpelou_h_arxontissa_tou_rempetikou/category/culture Επιτρέπεται η αναδημοσίευση... παρακαλείστε να αναφέρετε τη πηγή... 

ΑΝ ΔΕΝ ΣΕ ΣΤΗΡΙΞΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ... ΘΑ ΑΠΟΤΥΧΕΙΣ...
Το ekdosi.com είναι μια μή κερδοσκοπική σελίδα και παρέχει δωρεάν υπηρεσίες ψυχαγωγίας και επικοινωνίας στους επισκέπτες του. Τα έξοδα συντήρησης καλύπτονται απο χορηγίες - δωρεές των επισκεπτών. Η οποιαδήποτε εισφορά έχει αποκλειστικά υποστηρικτικό και συμβολικό χαρακτήρα και δεν συνεπάγεται με κανέναν τρόπο απόκτηση ή διεκδίκηση ξεχωριστών προνομίων. Οι Εισφορές μπορούν να γίνονται μία ή περισσότερες φορές σε χρονικά διαστήματα. Το Online σύστημα που έχει επιλεγεί είναι το PAYPAL το οποίο θεωρείται το πιό ασφαλές και αξιόπιστο σύστημα online συναλλαγών παγκοσμίως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ekdosi.com - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση... παρακαλείστε να αναφέρετε τη πηγή...

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση... παρακαλείστε να αναφέρετε τη πηγή...